- ταχυφθίμενος
- τᾰχῠ-φθίμενος [ῐ], η, ον,A quickly perishing, short-lived,
ἥβη Nonn.D.7.31
; ἀνεμώνη ib.11.237.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἥβη Nonn.D.7.31
; ἀνεμώνη ib.11.237.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχυφθίμενος — ένη, ον, ΜΑ αυτός που μαραίνεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + φθίμενος, μτχ. παρακμ. τού φθίνω «πεθαίνω, μαραίνω»] … Dictionary of Greek
ταχυφθιμένης — ταχυφθίμενος quickly perishing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek